έλμινς

έλμινς
η (συνήθ. στον πληθ. έλμινθες, οι) (Α ἕλμινς και ἕλμις)
σκουλήκι που ζει παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἕλμινς — worm fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλμίνθων — ἕλμινς worm fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλμιν — ἕλμινς worm fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλμινθα — ἕλμινς worm fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλμινθας — ἕλμινς worm fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλμινθες — ἕλμινς worm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλμινθι — ἕλμινς worm fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλμινθος — ἕλμινς worm fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλμινσι — ἕλμινς worm fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλμινσιν — ἕλμινς worm fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”